Τό Μπραχάµι δοµεῖται γύρω ἀπό τήν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Δηµητρίου, φαινόµενο πού σηµατοδοτεῖ τό σύνολο σχεδόν τῶν οἰκισµῶν στήν Ἑλλάδα, ἤ σέ χῶρες, ὅπου ἡ ἐκκλησία συνιστᾶ τήν κυρίαρχη κοινωνική λειτουργία. Ὅσον ἀφορᾶ στά ἐρωτηµατικά γιά τήν ἐπιλογή τοῦ ὀνόµατος τοῦ συγκεκριµένου Ἁγίου στόν ὁποῖο ἀφιερώθηκε ἡ ἐκκλησία, οἱ πληροφορίες µας δέν βοηθοῦν στήν ἀπάντηση. Ἴσως ἡ πιό ἀληθοφανής εἰκασία εἶναι ἐκείνη πού ἔθεσε ὑπόψη µας ὁ Κώστας Λέκκας. Οἱ οἰκιστές πού κατάγονταν ἀπό τούς Ἁγίους Θεοδώρους τῶν Μεθάνων, ἔδωσαν στήν ἐκκλησία τό ὄνοµα τῆς ἐκκλησίας τοῦ χωριοῦ τους. Πράγµατι στούς Ἁγίους Θεοδώρους ὑπάρχει ἐκκλησία ἀφιερωµένη στόν Ἅγιο Δηµήτριο. Αὐτό µοιάζει σάν σοβαρή πιθανότητα. Ὅπως καί νά ἔχουν τά πράγµατα ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Δηµητρίου σηµάδεψε µε τήν ὕπαρξή της τό προάστιο, σέ βαθµό πού µετά τόν πόλεµο τό Μπραχάµι ἔπαψε νά ἀναφέρεται ὡς ἐπισηµη ὀνοµασία καί στή θέση τοῦ µπῆκε ὁ Ἅγιος Δηµήτριος.
Ἡ θέση τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Δηµητρίου ἦταν ἀπό τήν πρώτη στιγµή τῆς ἵδρυσής της στή θέση πού βρίσκεται σήµερα, στό κεντρικότερο σηµεῖο του τότε χωριοῦ. Ὡστόσο ἡ ἀκριβής ἠµεροµηνία ἵδρυσης δέν µπορεῖ νά ἐντοπιστεῖ. Ἀπό συµπληρωµατικά µέν, ἀδιάσειστα δέ στοιχεῖα, προκύπτει εὐθέως ὅτι ἡ ἐκκλησία ἴσως νά προϋπῆρχε τοῦ 1874. Κι αὐτό γιατί στό Βιβλίο Γεννήσεων-Βαπτίσεων τῆς Ἐκκλησίας βρίσκονται καταχωρισµένες βαπτίσεις τοῦ συγκεκριµένου ἔτους. Συνεπῶς εὔλογα ὑποθέτουµε ὅτι ἡ ἐκκλησία εἴτε λειτουργοῦσε ὁρισµένα χρόνια πρίν, εἴτε τό 1874 εἶναι ὁ πρῶτος χρόνος λειτουργίας της.
Ἐφηµέριος ἦταν ὁ Γεώργιος Σκούρτης, ἱερέας πού κατεῖχε τή θέση ἀναµεσα στά ἔτη 1874 καί 1904, ὁπόταν καί ἀπεβίωσε. Ὁ ἱερέας φέρεται νά διέµενε στόν Καρά. Ἀπό τά στοιχεῖα πού κατορθώσαµε νά ἀντλήσουµε ἀπό τά ἀρχεῖα τῆς Ἐκκλησίας προκύπτει ὅτι ὁ Γεώργιος Σκούρτης εἶχε παντρευτεῖ τή Βασιλική. Εἶχε γιό φοιτητή στό Πανεπιστήµιο Ἀθηνῶν –πρᾶγµα ἐξαιρετικά σπάνιο γιά τήν ἐποχή- τόν Νικόλαο πού πέθανε σέ ἡλικία µόλις 23 ἐτῶν. Ὁ ἴδιος τελοῦσε ὅλα τά µυστήρια στήν ἐκκλησία. Ὅλες οἱ βαπτίσεις, ὅλοι οἱ γάµοι κι ὅλοι οἱ θάνατοι φέρουν τήν ὑπογραφή του.
Στό µυστήριο τῆς βάπτισης ἀπό τόν ἐφηµέριο Γ. Σκούρτη µυήθηκαν παιδιά πού διέµεναν καί σέ ἄλλες περιοχές ἐκτός ἀπό τό Μπραχάµι. Ἀπό τό βιβλίο προκύπτει ὅτι βαπτίστηκαν παιδιά ἀπό τούς Τράχωνες, τό Χασάνι, καί τόν Καρά.
Ἁπλή διαπίστωση εἶναι ἡ ὑψηλή θνησιµότητα στήν παιδική ἡλικία. Εἶναι ἀπόλυτα χαρακτηριστικό ὅτι στό διαστηµα 1898-1903 (26 Ἰουλ.) µέχρι τήν ἐποχή τοῦ θανάτου τοῦ ἐφηµέριου δηλαδή, ἀπό τούς 78 θανάτους πού ἔχουν καταχωρισθεῖ στό Βιβλίο τῆς ἐκκλησίας 39 ἀναφέρονται σέ παιδιά κάτω τῶν 5 ἐτῶν, ἤτοι ποσοστό ἀκριβῶς 50%. Ἐναργέστερη εἰκόνα µποροῦµε νά σχηµατίσουµε στήν ἀµέσως ἑπόµενη περίοδο, ὁπόταν ὁ διάδοχός τοῦ Γ. Σκούρτη ἐφηµέριος, ὁ καταγόµενος ἐκ Μάνης Παναγιώτης Τζαννέας (ἀνέλαβε κατά δήλωσή του στίς 21 Μαΐου 1906) ἔκρινε σκόπιµο νά ἀναγράφει στίς παρατηρήσεις, στό περιθώριο τοῦ Βιβλίου Καταχώρισης τῶν Θανάτων τήν αἰτία θανάτου. Στόν ἐπιµελή χαρακτήρα τοῦ καλλιγράφου καί ὀρθογράφου συγχρόνως Μανιάτη παπᾶ, ὀφείλουµε τόν ἐντοπισµό τῶν αἰτιῶν θανάτου, συνεπῶς ἔµµεσα καί τῶν συνθηκῶν διαβίωσης τῶν κατοίκων τοῦ Μπραχαµίου στά πρῶτα χρόνια του 20οῦ αἰώνα. Ἀπό τίς 10 Ἰουνίου 1906 µέχρι τίς 14 Ἰουνίου 1910 λοιπόν, ὁ π. Π. Τζαννέας κατέγραψε 61 συνολικά θανάτους. Ἀπ’ αὐτούς οἱ 33 θάνατοι, ποσοστό 54% ἀφοροῦν σέ παιδιά ἡλικίας κάτω τῶν 5 ἐτῶν. Στίς περισσότερες περιπτώσεις ὁ θάνατος τοῦ παιδιοῦ προῆλθε ἀπό ἀτροφία, τυφοειδῆ νόσο, φυµατίωση, µηνιγγίτιδα. Τά πολύ ὑψηλά ποσοστά παιδικῆς θνησιµότητας ὑποδεικνύουν µέ σαφήνεια µπορεῖ νά πεῖ κανείς, ὑψηλά ἐπίπεδα ἀνέχειας καί ἐλλείψεις στοιχειώδους ὑγειονοµικῆς περίθαλψης. Φτώχεια καί ἀσθένειες ἔπλητταν τό Μπραχάµι στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα.
Αὐτή δυστυχῶς ἡ διαπίστωση δέν ἀφοροῦσε ἀποκλειστικά τά µικρά παιδιά. Ἀφοῦ καί ἀναµεσα στούς ὑπολοίπους θανάτους πού ἀναφέρονται ἐλάχιστοι ὀφείλονται στή γήρανση. Ἡ φυµατίωση ἔκανε πράγµατι θραύση στίς ἡλικίες ἀναµεσα στά 6 καί στά 50 χρόνια.
Τά ἐπισηµα τεκµήρια πού διαθέτει τό Ἀρχεῖο τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Δηµητρίου ἀναφερόµενα στίς ἐργασίες ἐπέκτασης τοῦ Ναοῦ εἶναι σχετικά νεότερα. Συγκεκριµένα βιβλίο µἐ τόν τίτλο «Σκευοφυλάκιον» ἀναφέρεται στό ἱστορικό τοῦ Ναοῦ καί θέτει ὡς χρόνο ἀνέγερσης τή διετία 1895-1897. Τό κόστος τῶν ἐργασιῶν ἀνῆλθε σέ 15000 δρχ., χωρίς νά συµπεριλαµβάνει ἐννοεῖται τήν προσωπική ἐργασία τῶν κατοίκων. Τό θεµέλιο λίθο ἔβαλαν ὁ Μητροπολίτης Ἀθηνῶν Προκόπιος Οἰκονοµίδης καί ὁ Δήµαρχος Ἀθηναίων Λάµπρος Καλλιφρονᾶς.
Ἄς παρακολουθήσουµε τήν περιγραφή τοῦ Γ.Χ. Τζανέτου «Ὁ Ναός ἦτο τεσσάρων ἕως ἕξ τετραγωνικῶν µέτρων, ὅπως ἀκριβῶς ἦταν τότε οἱ ἀγροτικές κατοικίες. Τό 1898 ὁ Κων. Μ. Στρατηγός ἀπεφάσισε νά µεγαλώσει τό Ναό καί κάλεσε συµπαραστάτες τόν Νικ. Γ. Παπαϊωάννου καί τόν Χρ. Ἄντ. Τζανέτο ὡς ἐπιτροπήν. Ο Κ. Στρατηγός συνεδέετο µέ τόν Ἀναστ. Μαλαβάζον, ὅστις ἐκείνην τήν ἐποχή εἶχεν ἄλογα καί καρότσες διά τήν µεταφοράν ὑπουργῶν καί ὑψηλῶν προσώπων τῆς ἀθηναϊκῆς κοινωνίας. Τοῦ Μαλαβάζου τήν γνωριµία µέ τόν ὑπουργόν Παιδείας καί Θρησκευµάτων Λάµπρο Καλλιφρονά ἐξεµεταλλεύθη ὁ Κ. Στρατηγός γιά νά βοηθήση καί ἐνισχύση οἰκονοµικῶς τήν ἀνέγερση νέου µεγαλύτερου Ναοῦ. …Ἡ ἐπιτροπή µέ τούς κατοίκους ἄρχισαν προσωπική ἐργασία µεταφέροντας ἀγγονάρια ἀπό τόν Πειραιᾶ καί ἄλλα ὑλικά δοµήσεως µἐ µύριες δυσκολίες γιά τά µεταφορικά καί τεχνικά µέσα τῆς τότε ἐποχῆς. Οὔτε νερό δέν ὑπῆρχε στήν πλατεία. Οἱ γυναῖκες καί οἱ κοπέλες µετέφεραν νερό ἀπό τό µεγάλο πηγάδι (στήν ἀρχή τῆς ὁδοῦ Ἀναπαύσεως- Κ. Καραμανλῆ) σέ στάµνες καί ντενεκέδες καί φυσικά µέ τά πόδια. Τελικῶς διά τήν ἀποπεράτωσιν τοῦ Ναοῦ ὁ ὑπουργός ἔδωσεν πίστωσιν 4000 δρχ. πού µαζί µέ τήν συνεισφορά τῶν τριάντα κατοίκων, ἀπέκτησε τό Μπραχάµι εὐρύχωρο Ναό. Καί ἀπό εὐχαρίστηση πρός τόν ὑπουργό οἱ κάτοικοι ὠνόµασαν καί µίαν ὁδόν ὡς ὁδόν Λάµπρου Καλλιφρονά».
Τά στοιχεῖα πού ἔχουµε στή διάθεση µας ἐπιβεβαιώνουν σέ µεγάλο βαθµό τούς ἰσχυρισµούς τοῦ Γ.Χ. Τζανέτου. Πράγµατι φαίνεται ὅτι σχηµατίστηκε ἐπιτροπή γιά τήν ἐποπτεία τῆς συγκέντρωσης τῶν χρηµάτων. Στό σχετικό βιβλίο ὅµως ἀναφέρονται οἱ: Γ. Σκούρτης, ἱερέας, Κωνσ. Στρατηγός, Γεώρ. Τζανέτος, Σταµ. Σκούρτης καί Πέτρ. Ζαχαριάς. Ἐπίτροποι τοῦ Ναοῦ τήν ἴδια περίοδο ἦταν οἱ Γεώρ. Α. Γκιώνης καί Σωτήρ. Τριαναταφύλλου. Στούς δωρητές χρηµάτων ἀναφέρονται ὁ δῆµος Ἀθηναίων, ἅπαντες οἱ κάτοικοι Μπραχαµίου καί ὁ Γεώργιος Τατάκης. Τά ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ ἔγιναν τό 1907 ἀπό τόν ἴδιο τόν δήµαρχο Ἀθηναίων, τόν Σπυρίδωνα Μερκούρη. Σ’ αὐτή τή φάση τῶν ἐγκαινίων ἐφηµέριος ἦταν ὁ Παναγιώτης Τζαννέας καί ἐπίτροποι τοῦ Ναοῦ ἦταν ὁ Ἰωάννης Α. Γκιώνης, ὁ Ἀργ. Στριγγάρης, ὁ Μιχαήλ Στρατηγός καί ὁ Ἰωάννης Ζαχαριάς. Τά ἐγκαίνια τοῦ νέου Ναοῦ στά 1907 πρέπει νά ἦταν σπουδαῖο γεγονός γιά τό µικρό χωριό. Κι αὐτό γιατί ἀπό τή στενόχωρη ἐκκλησία τῶν 4-6 τ.μ. τό Μπραχάµι διέθετε εὐρύχωρη καί λειτουργική ἐκκλησία.
Στίς 20 Δεκεµβρίου 1913 ἀνέλαβε ἐφηµέριος ὁ Γεώργιος Μακρόπουλος. Οἱ παλιοί Μπραχαµιῶτες ἐπαναλάµβαναν ὅτι ἐπρόκειτο γιά ἕναν ἅγιο ἄνθρωπο. Γλυκύς, στοργικός, µά πάνω ἀπ’ ὅλα φιλάνθρωπος σέ µία ἐποχή πού ἡ φτώχεια ἦταν γενικευµένη δυστυχία στόν ἐργατόκοσµο τοῦ Μπραχαµίου. Στήν πολύχρονη παρουσία του ὡς ἐφηµέριος τοῦ Ναοῦ Ἁγίου Δηµητρίου, ἡ παρέµβαση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ συµβουλίου (ἐφηµέριου καί ἐπιτρόπων) στά καθηµερινά ζητήµατα πού προέκυπταν γιά τό χωριό ἦταν ἄµεση καί ἀποτελεσµατική. Πολλοί τόν θυµοῦνται νά κοντοστέκεται στή διαδροµή γιά τό σπίτι του, νά βγάζει τό µαντήλι του διπλωµένο µέ τά λίγα κέρµατα καί νά δίνει χρήµατα ἀπό τό περίσσευµά του σέ ἀνήµπορους καί φτωχούς τοῦ οἰκισµοῦ. Ἐγκατέλειψε τά ἐφηµεριακά του καθήκοντα στίς 4 Ἀπριλίου 1950, ὑπηρετώντας τό ἐκκλησίασµα τοῦ Μπραχαµίου 37 συνεχῆ χρόνια.
Στή διάρκεια τῆς ἐφηµερίας τοῦ πάπα-Γιώργη οἱ προσπάθειες τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συµβουλίου -προφανῶς µέ τή συµπαράσταση καί συνδροµή τῶν πιστῶν- γιά τόν ἐξωτερικό καί ἐσωτερικό καλλωπισµό τοῦ Ναοῦ, οἱ ἐργασίες ἐπισκευῆς στόν Ναό καί στό Νεκροταφεῖο ἔγιναν ἀπολύτως ἐµφανεῖς. Τέτοια ἔργα παρουσιάζονται σέ πίνακα πού ἀκολουθεῖ καί περιλαµβάνει τό χρονολόγιο τῶν δραστηριοτήτων τῶν κατά καιρούς Ἐκκλησιαστικῶν Συµβουλίων τοῦ Ναοῦ.
Ὄχι µόνο αὐτό ὅµως, ἀλλά ἐπιπλέον ἡ βελτίωση τῶν οἰκονοµικῶν τοῦ Ναοῦ ὁδήγησε καί σέ µεγαλύτερες ἀπαιτήσεις τοῦ ἐπιπέδου τῶν ἱεροψαλτῶν. Μέ στόχο τήν τέρψη τῶν ψυχῶν τῶν ἐκκλησιαζοµένων καί τήν τόνωση τῶν θρησκευτικῶν συναισθηµάτων τους εἶχε προσληφθεῖ ἤδη ἀπό τό 1837 καλλίφωνος δεξιός ἱεροψάλτης, ὁ φοιτητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεόδωρος Θαλασσινός. Φρόντισε µάλιστα τό Ἐκκλησιαστικό Συµβούλιο νά αὐξήσει τό µισθό του ἀπό 500 σέ 700 δρχ., πρᾶγµα πού δείχνει τήν ἱκανοποίηση γιά τό ἔργο τοῦ ψάλτη. Πρόβληµα ὡστόσο δηµιουργήθηκε στό πρόσωπο τοῦ ἀριστεροῦ ψάλτη. Οἱ ἐπίτροποι Κωνσ. Στριγγάρης, Γ.Χ. Τζανέτος, Ἀλέξ. Τριανταφύλλου θεωροῦσαν ἀνεπαρκῆ τόν ἐπί 20µηνο ψάλτη Κ. Μακουλίδη καί πῆραν τήν ἀπόφαση νά προχωρήσουν στήν ἀντικατάστασή του µέ τόν δάσκαλο τοῦ δηµοτικοῦ σχολείου τοῦ Μπραχαµίου Χρ. Σιµιτζή. Ὁ πάπα-Γιώργης Μακρόπουλος µαζί µέ τόν ἐπίτροπο Στεφανάκη θεωροῦσαν ἀντίθετα ἄριστο τόν Κ. Μακουλίδη, καί ἀπέδιδαν τή δυσαρέσκεια πρός τό πρόσωπό τους, στό ὅτι «ψάλλει βυζαντινά». Τό περιστατικό ὑποδεικνύει µέ ἀρκοῦσα σαφήνεια, τή δηµοκρατικότητα τῆς λειτουργίας τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συµβουλίου. Ἡ ἀρχή τῆς πλειοψηφίας ἐπιβλήθηκε τελικά στή γνώµη ἑνός ἀξιοσέβαστου καί εὐρέως ἀποδεκτοῦ ἀπό τήν κοινή γνώµη τοῦ χωριοῦ παπᾶ. Τό θέµα τῶν ψαλτῶν ἦταν δικαιολογηµένα µείζονος σηµασίας, ὅπως ἄλλωστε εἶναι γιά κάθε ὀρθόδοξη ἐκκλησία. Στίς 30 Νοεµβρίου 1941 ἀποφασίστηκε νά δοθεῖ ἡ θέση τοῦ ἀριστεροῦ ψάλτη στόν Ἀνδρέα Μακροπουλο, φοιτητή τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, καί γιό τοῦ ἐφηµέριου πάπα-Γιώργη.
Στίς ἀρχές τοῦ 1947 οἱ ἐπίτροποι τοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Βαρβάρας (Κατσιπόδι-σήµερα Δάφνη) ἀµφισβήτησαν τά ὅρια ἀναµεσα στίς δύο ἐνορίες. Τό Ἐκκλησιαστικό Συµβούλιο τοῦ Ἁγίου Δηµητρίου τοποθετήθηκε στό ζήτηµα, συµπεριλαµβάνοντας τό Σπιθάρι στήν ἐνορία τοῦ Ἁγίου Δηµητρίου. Τό ἐνδιαφέρον βρίσκεται στή φράση τοῦ πάπα-Γιώργη Μακρόπουλου πού ἀναφέρεται στό µέγεθος τοῦ πληθυσµοῦ: «Ἡ παλαιά ἐνορία Ἁγίου Δηµητρίου ἔχει τήν σήµερον 374 οἰκογενείας …», πού ὑποδηλώνει συνολικό πληθυσµό ἄνω τῶν 1500 ἀτόµων.
Στίς 4 Φεβρουαρίου 1953, ὁ πάπα-Γιώργης Μακρόπουλος ἀπεβίωσε. Εἶχε ὄµως παραιτηθεῖ ἤδη ἀπό τό 1950 ἀπό τά καθήκοντα τοῦ ἐφηµέριου λόγω γήρατος. Σέ ἔνδειξη ἐλάχιστης τιµῆς τό Ἐκκλησιαστικό Συµβούλιο ἀποφάσισε νά ἐπωµισθεῖ τά ἔξοδα τῆς κηδείας τοῦ σεβάσµιου γέροντα. Παρέδωσε σύµφωνα µέ τό πρωτόκολλο παραδόσεως πού εἴθισται νά τηρεῖται σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις, τό Ἀρχεῖο τοῦ Ναοῦ, τό ὁποῖο µέ προσήλωση εἶχε συγκροτήσει ὁ ἴδιος, καί τό ὁποῖο τόσο σηµαντικό εἶναι γιά τόν σύγχρονο ἐρευνητή. Ἐφηµέριος ἀνέλαβε ὁ ἱερέας Χαράλαµπος Λιάρος, γιά τό διαστηµα 1950-1953 καθότι στή συνέχεια µετατέθηκε σέ ἄλλη ἐνορία. Νά σηµειωθεῖ ὅτι στό µεταξύ ὁ Ἀνδρέας Μακροπουλος, ὁ κάποτε ψάλτης, χειροτονήθηκε διάκονος στίς 5 Αὐγούστου 1951 καί πρεσβύτερος στίς 18 Ὀκτωβρίου 1952, ἀκολουθώντας πιστά τό δρόµο τοῦ παπα-Γιώργη. Ἀπό τά Πρακτικά τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συµβουλίου προκύπτει ὅτι ἦταν πανδηµη ἀπαίτηση ἡ χειροτονία τοῦ παπα-Ἀνδρέα, ἀναγνωρίζοντας ἔτσι τό ἔργο τοῦ πατέρα του. Ὁ παπα-Ἀνδρέας ἀνέλαβε Πρόεδρος τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συµβουλίου τόν Ἰούλιο τοῦ 1953 καί διατήρησε τή θέση αὐτή µέχρι τό 1960, ὁπόταν Πρόεδρος ἔγινε ὁ ἀρχιµανδρίτης Κάλλιστος Λαβδάκης, µετέπειτα ὁ πρεσβύτερος Δηµήτριος Δρίτσας (1962) γιά νά ἐπανέλθει στή θέση τοῦ Προέδρου µέ τήν ἰδιότητα τοῦ πρωτοπρεσβύτερου ὁ παπα-Ἀνδρέας Μακρόπουλος τό 1966. Δύο χρόνια ἀργότερα κι αὐτόν τόν ἀντικατέστησε ὁ παπα-Μαρῖνος Γεωργακόπουλος. Ἀκολούθησε ὁ παπα-Χαράλαμπος Μπαμπίλης, πού ἀνέλαβε Πρόεδρος τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου ἀπό τό 1977 ἕως τό 1990.
Μετά τόν πόλεµο ἡ ἔλευση τῶν νέων κατοίκων ἀπό τήν ἐπαρχία δηµιούργησε εὔλογες ἀνάγκες ἵδρυσης νέων ἐκκλησιῶν. Στά 1960 λειτουργοῦσαν ἤδη ὡς παρεκκλήσια -ἤτοι ἐξαρτώµενες ἀπό τόν Ναό τοῦ Ἁγίου Δηµητρίου- οἱ Ναοί τῆς Κοιµήσεως τῆς Θεοτόκου (Παναγίτσα) στή συνάντηση τῶν ὁδῶν Παπάγου καί Βουλιαγµένης, τοῦ Ἁγίου Βασιλείου στήν ὁµώνυµη συνοικία ἀνατολικά του δήµου, καί τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνων καί Ἑλένης (ὁ γνωστός σάν Ναός Ἁγίου Κωνσταντίνου) στή νοτιοανατολική περιοχή τῆς συνοικίας. Σταδιακά τά παρεκκλήσια ἀποσχίστηκαν καί συγκρότησαν νέες ἐνορίες.
Τόν Ἰούλιο τοῦ 1995, ἄρχισε τό μεγαλύτερο ἔργο τῆς Ἐνορίας μας, μετά ἀπό τριάντα πέντε χρόνια συνεχῶν ἀγώνων, πού εἶναι ἡ ἀνέγερση τοῦ νέου μεγαλοπρεποῦς Ἱεροῦ Ναοῦ μας.
Οἱ οἰκοδομικές ἐργασίες τοῦ ἐσωτερικοῦ χώρου τοῦ ἀνεγειρομένου Ι. Ναοῦ ἔχουν σχεδόν ὁλοκληρωθεῖ. Ἀπομένουν οἱ ἐργασίες ἁγιογράφησης τῶν ἐσωτερικῶν ἐπιφανειῶν καί οἱ ἐργασίες διαμορφώσεως τοῦ ἰσογείου, τοῦ ἐξωτερικῶν ὄψεων (ἐπένδυση πέτρας) καθώς ἐπίσης καί τοῦ περιβάλλοντος χώρου. Τόν Ὀκτώβριο τοῦ ἔτους 2009 τελέστηκαν τά θυρανοίξια τοῦ νέου Ι. Ναοῦ. Ἐν εὐθέτω χρόνῳ θά γίνουν καί τά ἐγκαίνια.